Το έβαλα το ξυπνητήρι αλλά όταν χτύπησε ήμουν 50-50 να σηκωθώ… Πάνω που η ζυγαριά έγερνε προς το χουζούρι, μια χρυσαφιά λάμψη πέρασε από τη σκέψη μου. ΄΄Ρε συ, είναι οι μέρες που έρχονται, μετά το φεγγάρι, με τις λιακάδες΄΄
Το χουζούρι έχασε χωρίς να παίξει μετά από αυτό. Με συνοπτικές διαδικασίες (δηλαδή παραπατώντας και μουρμουρίζοντας ως γκρινιάρης) ετοιμάστηκα και βουρ για ένα τοπάκι πολύ της μοδός για συγκεκριμένες ουραιοπτερυγιοκουνίστρες!

Η Θάλασσα, αγαπημένη εικόνα πάντα, έσπρωχνε τον ήλιο στο ουράνιο ταξίδι του προς τον ουρανό κι εκείνος έστελνε τις πιο βιαστικές αχτίδες του παντού…
Το νερό ζεστό, η στολή λεπτή (λιωμένη είναι για την ακρίβεια) και τα βάρη λίγα οπότε ξεκούραστα, φεύγει γρήγορα η απόσταση στο αδιάφορο κομμάτι και φτάνω στον όμορφο βυθό που μου έχει δώσεις πολλές χαρές στο παρελθόν…

Τα καρτέρια, το ένα μετά το άλλο και μετά το πρώτο μισάωρο τα πνευμόνια ανοίγουν, η ανάσα βαθαίνει και οι χρόνοι βυθού μου χαρίζουν όλο και περισσότερη επαφή με τον υπέροχο κόσμο που μας έχει κερδίσει απ’ τα μικράτα μας…
Ψάρια αρκετά. Μουρμούρες, μελανούρια κάποιοι καλοφαγάδες καμπανάδες αλλά και μπάφες διόλου ευκαταφρόνητες. Η…φαγούρα στο δείκτη της δεξιάς χειρός, αφόρητη! Τι είπαμε όμως; (όχι όλοι μαζί, εγώ είπα πριν μπω στο νερό) ΜΟΝΟ χρυσοφρύδες. Αν έχει καλώς. Αν δεν έχει, μπουγάτσα στο γυρισμό (έχουμε κορυφαία εδώ!) και απαλύνεται ο…πόνος!

Στην ώρα πάνω, πίσω από τα ψαρούλια που σουλτσάρουν μπροστά μου προσπαθώντας να αποφασίσουν αν τρώγομαι ή όχι για να μου την πέσουν, στο μακρινό μπακγκράουντ ναούμ, διακρίνω στα ημίθολα μια σκιά. Τι ήταν δεν έβλεπες αλλά το κολύμπι της την πρόδωσε την κυρία! Μαζεύτηκα κι έσκυψα πίσω από το βραχάκι που κρατιόμουν και έξυσα λίγο την πέτρα. Ηταν αρκετό για να πάρει την απόφασή της. Γύρισε και ξεκίνησε να έρχεται, απελπιστικά αργά, αλλά ερχόταν. Η θέση μου δεν ηταν καλή για τον ήλιο και φοβόμουν ότι αν κουνούσα έστω βλέφαρο, θα χανόταν στην ομίχλη όπως είναι το συνήθειό τους…
Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει, κάποια στιγμή στα 3,5 μέτρα περίπου αποφάσισε ότι είχε πλησιάσει αρκετά και πήγε να στρίψει, με εκείνο το απατηλά αργό γύρισμα, χαρακτηριστικό του είδους τους που σε αποκοιμίζει και νομίζεις ότι απλά θα στρίψει και θα σου…ποζάρει για να ρίξεις. Αμ δε, έτσι τα όνειρα του φιλόδοξου/υπεραισιόδοξου τσιπουροκυνηγού, γίνονται ο εφιάλτης της βολής στο ζιγκ όταν η τσιπούρα τρόπαιο είναι ήδη στο ζαγκ… Το αποτέλεσμα γνωστό: παίρνεις τη βέργα στο χέρι, αναρωτιέσαι τι παίχτηκε, γιατί εγώ, ποιος είμαι, ποιο το νόημα της ζωής κλπ και μετά κλαις και λίγο και κα΄πως έτσι δημιουργείται η παλίρροια κι ανεβαίνει η θάλασσα, από τα δάκρυα των ψαροκυνηγών για τις τσιπούρες που έχασαν! Ξερω εγώ, έχασα πολλές…

Βεβαια στο παρόν στόρυ, η θάλασσα παρέμεινε στη πρότερη στάθμη της, δεν υπήρξε κλάμα, μόνο μια μικροκατολίσθηση από τον γκρεμό της ακτής από τις φωνές χαράς όταν η ταϊτιέν μιμήθηκε τα ασεγκαϊ των Ζουλού (κι εγώ αυτούς) με την πολεμική κραυγή γκι-ντλααα! Ναι, νταξ, ξέφυγα αλλά από τη χαρά είναι δείξτε κατανόηση, έχω να πάρω τέτοια χρυσοφρύδα από…. ούτε και θυμάμαι…
Και για να γυρίσουμε στην κανονικότητα (της ιστορίας δηλαδή γιατι στην κανονικότητα της ζωής μας μάλλον αργούμε), ήταν από κείνες τις φορές που όταν η βέργα ξεκινάει το ταξίδι της, το ξέρεις ήδη ότι θα φτάσει στην Ιθάκη που της όρισες, είτε είναι μακρύς είτε σύντομος ο δρόμος…. Η βολή λοιπόν βρήκε το ψάρι καίρια και η κίνησή του πάγωσε στο χρόνο αν και τα χρώματά της, εκείνο το μοναδικό μακιγιάζ της ντίβας του βυθού, έλαμπαν μέχρι που ακούμπησε απαλά στην άμμο από κάτω…
Ακολούθησε άλλη μια μικρότερη, εξίσου όμορφη αλλά χωρίς την αγριάδα στην ΄΄έκφραση΄΄ που είχε η μεγάλη. Δικαιωματικά βέβαια!
Ήταν ένα όμορφο πρωϊνό, μιας όμορφης μέρας και το ξέρω πως θα γυρίζουν στο μυαλό μου οι σκηνές αυτές για καιρό… Ετσι, θέλησα να το μοιραστώ και να ευχηθώ και στα δικά σας –οι άψαροι- οι άλλοι συνεχίστε απλά, η Θάλασσα είναι όλων μας κι έχει δώρα, θαυματα κι εκπλήξεις για όλους…

ΥΓ Η φωτό, εξ ανάγκης στο σπίτι αφου οι αναφορές για θολουρες με απέτρεψαν απο το να παρω καμερα μαζί μου...